μολπηδόν

μολπηδόν
μολπ-ηδόν, Adv.
A like a song, A.Pers.389.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μολπηδόν — (Α) επίρρ. σαν μολπή, σαν σε τραγούδι («πρῶτον μὲν κέλαδος Ἑλλήνων πάρα μολπηδὸν ηὐφήμησεν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μολπή + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. κλιμακ ηδόν, κωμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • μολπηδόν — like a song indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”